- ἀποχετεύεται
- ἀποχετεύωdraw offpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδοκρινής — ές 1. αυτός που παράγει εσωτερική έκκριση ή αναφέρεται σ αυτήν 2. «ενδοκρινείς αδένες» αδένες τών οποίων το έκκριμα δεν αποχετεύεται με εκφορητικό πόρο αλλά εισέρχεται στην κυκλοφορία τού αίματος … Dictionary of Greek
υπόρρους — και ασυν. τ. οος, ὁ, Α οχετός ή αγωγός από τον οποίο αποχετεύεται το υγρό κατά τις θερμές υπολούσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ρρους (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. κατά ρρους] … Dictionary of Greek
ανεμοκινητήρας — Διάταξη που εκμεταλλεύεται την κινητική ενέργεια του ανέμου για ποικίλους σκοπούς, όπως για να περιστρέφονται οι μυλόπετρες μύλου ή ελαιοτριβείου, για το ανέβασμα νερού, για την κίνηση γεννήτριας με σκοπό την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.… … Dictionary of Greek